Ο βενιαμίν μιας φτωχής οικογένειας
O Αγαμέμνων Πιτένης είναι γέννημα θρέμμα της Κοζάνης και ιδρυτής της οικογενειακής επιχείρησης Pitenis, μιας από τις μεγαλύτερες σήμερα εταιρείες παραγωγής και εμπορίας τροφίμων στην Ελλάδα.
Ο πατέρας του Δημήτριος Πιτένης ήταν Βλάχος που γεννήθηκε το 1888 στη Σαμαρίνα Γρεβενών. Την περίοδο του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου αιχμαλωτίστηκε, μαζί με άλλους Έλληνες, και στάλθηκε στη Γερμανία. Εκεί υποχρεώθηκε να γίνει εργάτης σε βιομηχανία όπλων. Οι γονείς του στην Ελλάδα τον θεωρούσαν νεκρό, με αποτέλεσμα να του κάνουν όλα τα μνημόσυνα. Όταν, ύστερα από τέσσερα χρόνια, εμφανίστηκε μπροστά τους ζωντανός, έζησαν στιγμές μεγάλης χαράς και λαχτάρας.
Ο Δημήτριος Πιτένης παντρεύτηκε τη βλάχικης καταγωγής Στεργιανή Μόκια, επίσης από τη Σαμαρίνα. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του πέντε παιδιά, τον Ιωάννη, τη Χάιδω, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία και τον Αγαμέμνονα. Η οικογένεια έφυγε κάποια στιγμή από τη Σαμαρίνα και εγκαταστάθηκε στην Κοζάνη, όπου ο Δημήτριος Πιτένης εργάστηκε ως καπνεργάτης μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε ως μεσίτης ελληνοαυστριακής εταιρείας που αγόραζε καπνό. Ήταν άνθρωπος που έχαιρε της εκτίμησης όλων των συμπολιτών του στην Κοζάνη. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) πολλοί τον παρότρυναν να συνεργαστεί με τους κατακτητές και να γίνει μεταφραστής τους επειδή ήξερε τη γερμανική γλώσσα, αλλά εκείνος δεν το έκανε. Προτίμησε να αγωνίζεται για ένα κομμάτι ψωμί και με αυτό να ταΐζει την οικογένειά του.
Ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Αγαμέμνων, γεννήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1936. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της πόλης του και έπειτα στο Βαλταδώρειο έως την τρίτη γυμνασίου. Από τα επτά του χρόνια ο μικρός Μένιος, όπως τον φωνάζανε, βοηθούσε όσο μπορούσε στο καφενείο που είχαν τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του, κουβαλώντας καφέδες στα καταστήματα της γειτονιάς.
Ο μεγάλος καημός του πατέρα του ήταν ένα τουλάχιστον από τα παιδιά του να σπουδάσει. Δουλειά όμως και σχολείο δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν. Όταν ο Αγαμέμνων έφτασε έως την τρίτη γυμνασίου, ο πατέρας του αποφάσισε να συνεχίσει, ως εσώκλειστος, στο φημισμένο τότε Τραμπάντζειο Οικοτροφείο και Γυμνάσιο της Σιάτιστας. Για να μείνει εκεί το παιδί έπρεπε να πληρώσει, κι έτσι ο πατέρας του έστελνε τις 200 από τις 240 δραχμές που κέρδιζε από την εργασία του.
Ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα
Γρήγορα ο Αγαμέμνων διακρίθηκε για τις επιδόσεις του στον κλασικό και στον ομαδικό αθλητισμό. Οι ομάδες βόλεϊ και μπάσκετ της Σιάτιστας, που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή με αρχηγό τον Αγαμέμνονα, έμειναν στην ιστορία για τις διακρίσεις τους. Ειδικότερα, η ομάδα βόλεϊ έμεινε αήττητη τα τρία χρόνια που υπήρξε ο Αγαμέμνων αρχηγός της.
Το οικοτροφείο-σχολείο της Σιάτιστας ήταν ξακουστό. Στις τάξεις του σπούδασαν μεγάλες προσωπικότητες. Έτσι, ο ίδιος πάντα αισθανόταν πολύ τυχερός που φοίτησε στο Τραπάντζειο.
Πριν ακόμη αποφοιτήσει από το Τραμπάντζειο, πέθανε ο πατέρας του, αφήνοντας την πολυμελή οικογένεια και τις υποχρεώσεις της στα χέρια των δύο μεγαλύτερων αγοριών του.
Τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο, το 1957, ο Αγαμέμνων πήγε στην Αθήνα για να δώσει εξετάσεις προκειμένου να εισαχθεί στη Γυμναστική Ακαδημία, καθώς έτρεφε μεγάλη αγάπη για τον αθλητισμό. Εξετάστηκε σε αγωνίσματα στο Καλλιμάρμαρο, κι ενώ τα πήγε πολύ καλά, τελικά δεν έγινε αποδεκτός στην Ακαδημία. Την εποχή εκείνη έπαιζαν σημαντικό ρόλο οι γνωριμίες, τις οποίες ο ίδιος δεν διέθετε. Παρ’ όλα τα προσόντα του και παρά τη στήριξη των δασκάλων του, τα πέτρινα χρόνια της μετεμφυλιακής Ελλάδας δεν του έδωσαν την ευκαιρία να εισέλθει στη Γυμναστική Ακαδημία, που ήταν ο μεγάλος του πόθος.
Απογοητευμένος, πήγε αμέσως να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του, ως έφεδρος αξιωματικός. Όταν απολύθηκε, εισήλθε δυναμικά στον επιχειρηματικό στίβο, ιδρύοντας επιχειρήσεις είτε με τον αδελφό του Κωνσταντίνο Πιτένη είτε με τρίτους συνεργάτες.
Την περίοδο 1953-1993 εργάστηκε στο μπακάλικο «Πιτένης», το οποίο ίδρυσε με τα αδέλφια του Ιωάννη και Κωνσταντίνο, του οποίου οι κόρες λειτουργούν την επιχείρηση μέχρι και σήμερα. Το 1993 παραιτήθηκε λόγω επέκτασης της σημερινής βιομηχανίας παραγωγής και εμπορίας τροφίμων.
Την περίοδο 1961-1963 ξεκίνησε την επιχείρηση ξηρών καρπών «Πιτένης-Τσικριτζής», με συνέταιρο τον Λάζαρο Τσικριτζή, την οποία λειτουργεί ακόμα ο υιός του Νικόλαος Τσικριτζής. Το 1963 παραιτήθηκε, όταν ο αδελφός του Κωνσταντίνος χειρουργήθηκε στο στομάχι, και ο Αγαμέμνων αναγκάστηκε να κρατάει μόνος του το μπακάλικο.
Το 1967 ο Αγαμέμνων Πιτένης παντρεύτηκε τη γυναίκα της ζωής του Θεοδώρα Αβαράκη, γεννημένη το 1947 με καταγωγή από τον Πλατανιά Χανίων. Όταν την πρωτογνώρισε, άρχισε να την πολιορκεί με καντάδες. «Υπήρχαν φορές που έκαναν καντάδες σαράντα άτομα στη Δώρα», έχει διευκρινίσει. Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερις γιους.
Από το 1968 έως το 1973 διατηρούσε το ιστορικό για την πόλη της Κοζάνης καφέ «El Greco», μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο και τον φίλο του Στέφανο Πάφα. Το καφέ υπήρχε με το ίδιο όνομα μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Το 1973 παραιτήθηκε γιατί είχε ξεκινήσει, έναν χρόνο πριν, να κάνει δοκιμές για να παρασκευάσει τις πασίγνωστες πλέον σαλάτες του.
Ενδιάμεσα, το 1971, ίδρυσε την ντίσκο «Tiffani’s», που είχε μεγάλη επιτυχία και απήχηση στον κόσμο. Την πούλησε όμως έναν χρόνο μετά, το 1972, όταν, αφού εργαζόταν το πρωί στο μπακάλικο, το απόγευμα στην καφετέρια και το βράδυ στην ντίσκο, συνειδητοποίησε ότι τα δύο μικρά τότε παιδιά του, τριών και δύο χρονών αντίστοιχα, τον αποκαλούσαν «παππού», αποκαλώντας «μπαμπά» τον πεθερό του.
Η γεύση της επιτυχίας
Στα μέσα του 1972, καθώς ο εκ Θεσσαλονίκης προμηθευτής σαλάτας αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες του μπακάλικου στην Κοζάνη, ο Αγαμέμνων Πιτένης αποπειράθηκε να φτιάξει μόνος του τις δικές του συνταγές. Οι πρώτες του προσπάθειες απέβησαν άκαρπες.
Το πείσμα του όμως τον οδήγησε να μετατρέψει μια μικρή αποθήκη πίσω από το σπίτι του σε ένα μικρό εργαστήριο παραγωγής σαλάτας. Ξεκίνησε το μικρό αυτό εργαστήριο με τον αδελφό του Κωνσταντίνο και τον φίλο του Στέφανο Πάφα, μετέπειτα κουμπάρο του. Τον πρώτο χρόνο άκαρπων προσπαθειών παραιτήθηκε από το εγχείρημα ο Στέφανος Πάφας, που αδυνατούσε να επενδύσει περαιτέρω και αποχώρησε.
Μετά από πολλούς πειραματισμούς, ατελείωτα ξενύχτια και αποτυχημένες προσπάθειες, ο Αγαμέμνων Πιτένης κατάφερε να δημιουργήσει τις δικές του συνταγές. Τα νέα του δημιουργήματα άρχισαν να πουλιούνται μέσα από το μπακάλικο και να γίνονται ανάρπαστα στην περιοχή της Κοζάνης.
Το 1975 λοιπόν αποφάσισε την ίδρυση της Βιοτεχνίας Σαλατών «Πιτένης», στην οποία συμπεριέλαβε και τον αδελφό του, μεταφέροντας επίσημα την παραγωγή σε νέο χώρο, μόλις 150 τ.μ. Έτσι, το εργαστήριο απέκτησε άδεια λειτουργίας και οι σαλάτες του προσωπικότητα.
Από το 1975 έως το 1988, παράλληλα με τις τότε επιχειρηματικές του ιδιότητες, ο ακούραστος Αγαμέμνων Πιτένης ασχολήθηκε και με τα κοινά του τόπου του. Έτσι, το 1975 εξελέγη Πρόεδρος στο 11ο Δημοτικό Σχολείο Κοζάνης, όπου και επανεκλεγόταν συνεχώς έως το 1988, όταν αποσύρθηκε. Τότε το σχολείο τον τίμησε με τον τίτλο του Επίτιμου Προέδρου. Επιπλέον, το 1978 εξελέγη Δημοτικός Σύμβουλος Κοζάνης, αναλαμβάνοντας καθήκοντα Αντιπροέδρου Δημοτικού Συμβουλίου, θέση στην οποία παρέμεινε έως το 1982.
Το 1985, όταν η ζήτηση για τα προϊόντα της εταιρείας είχε κορυφωθεί στην πόλη, μεταφέρθηκαν σε νέες εγκαταστάσεις 300 τ.μ., στα Κοίλα Κοζάνης, ξεκινώντας ταυτόχρονα τα πρώτα δρομολόγια εκτός Κοζάνης, με εμβέλεια τους νομούς της Δυτικής Μακεδονίας.
Οι πελάτες συνεχώς διευρύνονταν, και το 1993 η βιοτεχνία πέρασε αποκλειστικά στα χέρια του Αγαμέμνονα Πιτένη, με αφορμή τη συμμετοχή στην εταιρεία του πρωτότοκου γιου του, Δημητρίου, ο οποίος επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το πέρας των πτυχιακών και των μεταπτυχιακών σπουδών του στο Λονδίνο. Ο Αγαμέμνων, ως αντάλλαγμα, παραχώρησε τη συμμετοχή του στο μπακάλικο, όπως και άλλα περιουσιακά στοιχεία στον αδελφό του Κωνσταντίνο.
Το 1995 γύρισε και ο δεύτερος γιος του, Νικόλαος, από τις σπουδές του στο Λονδίνο. Όλοι μαζί αποφάσισαν να μεταφέρουν τη βιοτεχνία σε μεγαλύτερες και σύγχρονες υποδομές συνολικού εμβαδού 14.000 τ.μ., με κτηριακές εγκαταστάσεις 2.000 τ.μ., συμμετέχοντας με πρόγραμμα στον Αναπτυξιακό Νόμο, ώστε να μπορέσουν να καλύψουν την ολοένα αυξανόμενη ζήτηση της τοπικής αγοράς για σαλάτες και να εμπλουτίσουν την γκάμα των παραγόμενων προϊόντων, μετατρέποντάς τη στη σημερινή επωνυμία «Αφοί Α. Πιτένη ΑΒΕΕ».
Από το 1997 έως το 1998 ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους και οι τελευταίοι δύο γιοι του, Ανδρέας και Στυλιανός, και προστέθηκαν στο δυναμικό της εταιρείας, η οποία είχε πια τελειώσει το χρηματοδοτικό πρόγραμμα και λειτουργούσε στις νέες της εγκαταστάσεις. Η παραγωγή περιλάμβανε πλέον δεκαεννέα νέες συνταγές σαλάτας, αλλά και τρεις νέες σειρές προϊόντων, ψαρικά και μαλάκια σε ελαιόλαδο, γεμιστά τουρσάκια με τυρί και dressings, ξεπερνώντας στο σύνολο τους 100 κωδικούς.
Έτσι, ο 62χρονος τότε Αγαμέμνων Πιτένης αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί, έχοντας στο τιμόνι της επιχείρησης τέσσερις άξιους συνεχιστές, που κι αυτοί, όπως και ο πατέρας τους, από μικροί συμμετείχαν στην καθημερινή αγωνία των γονιών τους, στον δύσκολο, αλλά ταυτόχρονα όμορφο αυτόν αγώνα της συνεχούς προσπάθειας για το καλύτερο.