ΑΓΙΟΣ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ: «Η Σαμαρίνα γεννάει παλικάρια, άντρες γενναίους».
(Από το ανέκδοτο διήγημα του Μιχάλη Ζ. Πλίτση «Το Μαύρο μπλοκάκι του καθηγητή»)
«Το Περιβόλι της Παναγίας»
(Τέλη Φλεβάρη του 1993)
- Που λες, Γαβρήλο, όλα τα περίμενα στη ζωή μου, μα να έρθω με σένα στο Άγιο Όρος, όχι, … αυτό δεν το περίμενα ποτέ!
- Αχ, Κόλε, ανεξιχνίαστες οι βουλές του Κυρίου! Ο Θεός, βλέπεις, διαλέγει απ’ αυτούς που δεν περιμένεις!
- Α, τώρα μιλάς σαν Παπάς!... Πάντως, να σου πω την αλήθεια, παραξενεύτηκα πολύ όταν μ’ είπες απ’ το τηλέφωνο να έρθουμε εδώ. Είπα, πάει, αυτός κάτι έπαθε! Και δεν έπεσα έξω… Μα έλα, που από καιρό το είχα κι εγώ σκοπό να ’ρθω μια βόλτα κατά δω, να δω τι γίνεται… Τουρίστας, δηλαδή!
Οι δύο πανύψηλοι άντρες κατέβαιναν το στενό μονοπάτι, που οδηγεί απ’ το Κουτλουμούσι στα κελιά των ασκητών. Η βλάστηση ήταν πυκνή κι ο ήλιος έκαιγε.
- Πρέπει να ομολογήσω, ότι τούτο το τριήμερο μου ήρθε κουτί! Αλλιώς, δεν θα μπορούσα να φτάσω από κει κάτω μέχρι εδώ.
- Άιντε, ρε μαύρε, καλά που δεν σε διόρισαν στην Ιθάκη. Δεν θα ’φτανες καμιά φορά εδώ!... Πάντως, είδες πως με κοιτούσαν οι καλόγεροι κι οι προσκυνητές στο αυτοκίνητο; Σαν να ήρθα από άλλον πλανήτη!
- Ε, δεν έκανες καλά και συ, ρε Κόλε!... Σ’ όλο το δρόμο, απ’ το λιμάνι μέχρι εδώ, δεν σταμάτησες να καλαμπουρίζεις. Ήταν φυσικό λοιπόν να σε κοιτάνε παράξενα. Εδώ χρειάζεται να ’χουμε μια πιο σοβαρή στάση, … μια εσωτερικότητα...
- Καλά, … απ’ αύριο!... Και δεν μου λες, Τέφο, τούτος ο καλόγερος, μόλις πάμε, θα μας πει τα ονόματά μας και τις αμαρτίες μας;... Ωχ, ο μαύρος, την έβαψα, ... θα με κάψει!
- Μη φοβάσαι, καημένε! Λένε πως έχει προορατικό χάρισμα, ότι μόλις σε δει σε διαβάζει σαν ακτινογραφία. Θα δούμε σε λίγο!
Κατέβηκαν μια πλαγιά με πουρνάρια και κορομηλιές, έπειτα πέρασαν από ένα γεφυράκι και βρέθηκαν μπροστά σε μια ξύλινη πινακίδα:
«Προς Παΐσιον - Κελί Παναγούδα».
- Από δω! είπε ο Λιούζας. Μετά από εκατό μέτρα είδαν στ’ αριστερά τους ένα παλιό κελί. Ήταν περιφραγμένο με σύρμα και είχε μια μικρή αυτοσχέδια πόρτα. Μπρος πήγαινε ο Λιούζας και πίσω ο Κόλες. Στην αυλή είδαν κόσμο. Ήταν όρθιοι πέντε-έξι λαϊκοί κι ένας Γέροντας καλόγερος.
Μόλις τους πήρε το μάτι του, φώναξε κοροϊδευτικά ο Γέροντας: - Για πού, βρε παλικάρια; Τι γυρεύετε εδώ;
- Την ευχή σου, Γέροντα! αποκρίθηκε ο Λιούζας.
- Έχω γω, για να δώσω και σε σας… Περάστε μέσα!... Πρώτα πάρτε ευλογία ένα λουκούμι από κει, στην πόρτα.
Όλοι είχαν γυρίσει προς το μέρος τους. Δεξιά απ’ την εξώπορτα υπήρχε ένα κουτί με λουκούμια. Πήραν από ένα και τράβηξαν δειλά προς τον Γέροντα.
- Την ευχή σου, Γέροντα! είπε ο Λιούζας και ασπάσθηκε το γέρικο χέρι του. Το ίδιο έκανε κι ο Κόλες, που είχε χάσει τη φωνή του.
- Από που έρχεστε, βρε παλικάρια;
- Εγώ έρχομαι μακριά, από την Αθήνα... Ο φίλος μου από την Κατερίνη!
- Α!... Κι ήρθατε από δω, απ’ το γεφυράκι με τις νταλίκες, ε; είπε κι έδειξε με το χέρι του προς τα πάνω.
Όλοι τον κοίταξαν με απορία.
- Ποιες νταλίκες; ψέλλισε ο Λιούζας. Από το μονοπάτι ήρθαμε!
- Ε ντε, αυτό το μονοπάτι που περνάνε οι νταλίκες, λέω κι εγώ! είπε παιχνιδιάρικα και γέλασε ο Γέροντας. Έτσι δεν είναι ψηλέ; ρώτησε τον Κόλε.
Εκείνος γέλασε σφιγμένα και κούνησε το μαυριδερό κεφάλι του. Γέλασαν κι οι άλλοι με το αστείο του Γέροντα. Πάντως, δεν τους προσφώνησε με τα ονόματά τους.
Ο Λιούζας κοίταξε με προσοχή τον περίφημο ασκητή. Είχε μέτριο ανάστημα, αδύνατος, γύρω στα εβδομήντα, γκρίζο γένι και έξυπνα αεικίνητα μάτια. Όταν γελούσε, ξεπρόβαλαν απ’ το στόμα του δύο γέρικοι
μυτεροί κυνόδοντες, πράγμα που έκανε χαρακτηριστικό το πρόσωπό του. Ήταν μια βυζαντινή μορφή, βγαλμένη μέσα από την ιστορία! Φορούσε ένα τριμμένο ράσο και στο κεφάλι του μαύρο σκούφο. Ώστε, αυτό το αδύναμο γεροντάκι ήταν ο διάσημος μοναχός Παΐσιος, ο αγράμματος κατά κόσμον ασκητής, στον οποίο έτρεχαν απ’ όλη τη γη άνθρωποι κάθε οικονομικού και μορφωτικού επιπέδου. Από απλούς εργάτες, μέχρι καθηγητές Πανεπιστημίου και πολιτικούς!
- Τώρα εγώ βλέπω, πως εσείς δεν έχετε σκοπό να φύγετε από δω! είπε στους παρευρισκόμενους, που όλοι τους στέκονταν με τέτοια ευλάβεια, σαν να είχαν μπροστά τους ένα βασιλιά. Κι ήταν άνθρωποι νέοι, στην ηλικία του Λιούζα, εκτός από έναν σαραντάρη.
- Καθίστε, βρε παλικάρια, τότε να πούμε καμιά κουβέντα! είπε και κάθισε πρώτος στο υπαίθριο αρχονταρίκι του. Αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά όρθια κούτσουρα. Κάθισαν όλοι τριγύρω απ’ τον Γέροντα. Ο ένας ήταν κάποιος εικοσάρης Ιάπωνας.
- Τούτος εδώ, είπε ο Γέροντας, όταν τον είχαν φέρει εδώ, ήταν σε πολύ άσχημη πνευματική κατάσταση. Είχε μπλέξει με το καράτε κι είχε καταληφθεί απ’ τους δαίμονες. Η Παναγιά μας όμως τον βοήθησε να σωθεί. Από τότε έρχεται κάθε χρόνο εδώ και γυρίζει όλο το Όρος με τα πόδια!
Ο Λιούζας κοίταξε έκπληκτος τον Ιάπωνα καρατέκα, να κάθεται δίπλα στον Γέροντα, ήσυχος σαν αρνάκι.
Για λίγο έγινε σιωπή.
Ο Γέροντας εξέταζε προσεκτικά ένα κουτί με λουκούμια, που του είχανε φέρει δώρο.
- Κοίταξε να δεις τι έξυπνος άνθρωπος είναι αυτός, που ανακάλυψε αυτό το κουτί! Αυτός που αξίζει περισσότερο, είναι ο άνθρωπος που ανακαλύπτει καινούργια πράγματα κι όχι οι παπαγάλοι, που ακολουθούν και τα βρίσκουν έτοιμα!
Εκεί ένιωσε άσχημα ο Λιούζας, το ίδιο πίστευε και για τους υπόλοιπους. Γιατί όλοι τους ήτανε παπαγάλοι.
- Κάποτε, συνέχισε ο Γέροντας, την εποχή του πολέμου με τους Ιταλούς, στην πατρίδα μου ζούσε ένας παππούς ανάπηρος. Αυτός είχε κόρες και νύφες. Οι άντρες είχαν φύγει για το μέτωπο και είχε μείνει μόνος του με τα γυναικόπαιδα. Μια μέρα άκουσε τις γυναίκες να τσιρίζουν και να φωνάζουν «βοήθεια», πως μπήκαν οι Ιταλοί στο χωριό.
Ο γέροντας, που ζούσε στο πάνω πάτωμα, φώναξε:
«- Μη φοβάστε! Έρχομαι να σας σώσω. Εγώ είμαι εδώ!»
-Ακούτε εκεί;… Χα, χα, χα! γέλασε ο Πατέρας - Παΐσιος. Αυτός ήταν γέρος, χωρίς πόδια, και έτρεχε να τους σώσει απ’ τους Ιταλούς!
Γέλασε και η ομήγυρη. Ήταν φανερό, πως τους δίδασκε με δικά του περιστατικά, υπαρκτά ή ανύπαρκτα. Και ήταν σαν να τους έλεγε, πως εσείς τόσο νέοι και δυνατοί, ζητάτε την βοήθεια ενός γέροντα, ενός ανάπηρου παππού.