Πίνδος, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής ζωής-Και η Σαμαρινα στον Γαστρονόμο αυριο με την εφημεριδα”Καθημερινη “

11Δεν περιγράφεται η Πίνδος. Θυμάμαι την πρώτη φορά που αντίκρισα τους γκόθικ «πύργους» της Αστράκας, τη μύτη της Γκαμήλας και την Γκούρα, τις πιο ψηλές κορυφές της Τύμφης. Τον Σμόλικα, το καταφύγιο στα σπλάχνα του και το μικροχώρι Πάδες. Όταν είδα τα χιονισμένα Άγραφα από μια βεράντα της Καρίτσας, ένα τόσο δα χωριό πάνω από τη λίμνη Πλαστήρα. Την πρώτη φορά που ζαλιστήκαμε στα καγκέλια του Πάπιγκου. Έλεγα τότε πως δεν πρέπει να υπάρχει άλλη τέτοια φιδογυριστή διαδρομή στην Ελλάδα, μέχρι που μια άλλη φορά πήγαμε κατά τα Τζουμέρκα, Θεέ μου, τι είδαμε και εκεί. Και μια άλλη, που πήραμε τον δρόμο για το ανατολικό Ζαγόρι, για Βωβούσα και Τρίστενο. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πάτησε το πόδι μας στη Βάλια Κάλντα. Και τότε που πήγαμε στα σκαλιστά Μαστοροχώρια της Κόνιτσας, την πρώτη φορά που αντίκρισα το Γανναδιό, την Καστάνιανη και την Πυρσόγιαννη. Την πρώτη φορά στο Δίλοφο, στο Τσεπέλοβο, στο Καπέσοβο, στη σκάλα του Βραδέτου. Στην Αρίστη, στα Άνω και Κάτω Πεδινά, στο Τσερβάρι, όπως λένε οι ντόπιοι τον Ελαφότοπο. Την πρώτη φορά στο Καλπάκι με το «Όχι» του, στην Κλειδωνιά, στο Μπουραζάνι. Την πρώτη φορά στο φαράγγι των φαραγγιών, τον Βίκο. Όλες τις εποχές, διάφορες θέες από διάφορες μεριές, μα λίγο πιο πολύ από το χωριό Βίκος. Και όταν πήγαμε σε εκείνο το πανηγύρι στη Βίτσα όπου έπαιζε νομίζω ο Πετρολούκας και ήταν όλη η πλατεία γεμάτη, αυτή η πλατεία της Βίτσας που είναι σαν πέτρινη αγκαλιά που αιωρείται πάνω από έναν σκοτεινό γκρεμό τη νύχτα, κι έτσι είναι, πάνω σε μια σχιστή λαγκαδιά είναι στερεωμένη. Ακούγαμε αυτά τα αρχαία ποιήματα, χωρίς μεγάφωνα, και ήταν σαν να ακούς τα ρυάκια και τα πλατάνια να τραγουδούν, και το κλαρίνο ήταν ο αέρας που λικνίζεται ανάμεσα στα φαράγγια και στα πυκνά ρουμάνια, ένιωθες το βουνό να τραγουδά. Και ο κόσμος να χορεύει σε σπείρα, σε έναν αργό σαλίγκαρο, και να λυγιέται, με μια κίνηση μεταξύ απόγνωσης και ελπίδας σαν να νικά στιγμιαία τον θάνατο. Νίκησα και εγώ εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι την πρώτη φορά που είδα τα τρομερά ποτάμια. Τον Βοϊδομάτη, τον Αώο, τον Σαραντάπορο. Και κάποια άλλη στιγμή τον Ασπροπόταμο, τον Αχελώο. Τη στιγμή που βουτάς τα χέρια σου, που πλένεις το πρόσωπό σου ή βάζεις τα πόδια σου στο νερό, αλλά και διασχίζοντας γεφύρια, και ακόμα βλέποντας τα από υψώματα, νοτίζει ως και η ψυχή σου. Συστέλλεσαι. Μικραίνεις. Αλλά ξυπνά το αίμα και η καρδιά σου. Στην Πίνδο σε περικλείει φύση απειλητική, σφοδρή, παμφάγος.Στον δρόμο μπορεί να δεις αλεπούδες και σκαντζόχοιρους. Στα ψηλά χωριά σουλατσάρουνε αρκούδες. Στον κάμπο προσέχεις μην πέσεις πάνω σε αγριογούρουνα, πέφτει σύρμα από τους ντόπιους, είναι πολλά πια εδώ. Κλείνεις και τα παράθυρα γιατί τα μαντρόσκυλα εδώ δεν αστειεύονται. Δεν έχω πάει στις Δρακόλιμνες, και σε άλλα μέρη πολλά της Πίνδου δεν έχω πάει. Θυμάμαι, πάνε χρόνια, όταν άκουσα στον δρόμο προς τη Μολυβδοσκέπαστο, λίγα μέτρα από τα σύνορα, όταν άκουσα πρώτη φορά ένα πολυφωνικό πωγωνίσιο τραγούδι και μας πιάσανε όλους μέσα στο αμάξι τα κλάματα γιατί έλεγε το τραγούδι για μια μάνα που εύχεται να αργήσει να κάψει ο φούρνος για να μη γίνει το ψωμί που ήταν να δώσει στον γιο της στον δρόμο για τα ξένα, μπας και δεν φύγει τελικά. – Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπιούμαι,θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πααίνω.Σήκω μάνα μ’ και ζύμωσε καθάριο παξιμάδι.Με πόνους βάζει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνεικαι με πολύ παράπονο βάζει φωτιά στο φούρνο.– Άργησε φούρνε να καείς και συ ψωμί να γένειςγια να περάσει ο κερατζής κι ο γιος μου ν’ απομείνει.Θυμάμαι όλες τις πρώτες φορές σε αυτά τα βουνά. Πώς ορθώνονται σε κάθε στροφή μπροστά σου, δεν τα χωρά το βλέμμα, σε καταπίνει η τρομερή όψη τους. Δεν τον χωρά ο νους σου αυτόν τον τόπο. Πώς να περιγράψεις την Πίνδο;Το κεντρικό κόκαλο της Ελλάδας και το μεδούλι της είναι η Πίνδος. Ένας τόπος αρχέγονος, σκληρός, και ένας ιδεατός τόπος. Ένα αιώνιο ελληνικό σύμβολο, όπως το Αιγαίο. Η σκληράδα του τόπου παράγει κινδύνους. Γεννά αλλόκοτα πλάσματα, λάμιες και δράκους και νεράιδες, γεννά μύθους για να διαχειριστείς την αλήθεια, η οποία εδώ είναι μία και είναι απόλυτη: δεν είναι ο τόπος αυτός φτιαγμένος για ανθρώπους. Έχουν κάτι δαιμονικό όσοι στέριωσαν εδώ, ή όσοι μετακινούνται πάνω κάτω στα μέρη αυτά, έχουν δέρμα σκληρό, θεϊκό. Δεν είναι παίξει γέλασε η καθημερινή αναμέτρηση με αυτή τη φύση. Παράγει κινδύνους και οι άνθρωποι κατόρθωσαν να φτιάξουν τρόπους να προφυλαχτούν. Εδώ είπαμε να ξεχειμωνιάσουμε και να ανάψουμε τη φωτιά της γιορτής στον φετινό χριστουγεννιάτικο γαστρονόμο. Ο χειμώνας είναι σκληρός στην Πίνδο, συγκλονιστικός, ο τόπος γίνεται ακόμα πιο τραχύς, βγαλμένος από παραμύθι κοσμογονικό. Για αυτό και οι γιορτές έχουν τρομερή αξία εδώ, αποθεώνουν την αξία της εστίας, της επιστροφής στο σπίτι, τη ζεστασιά της μοιρασιάς. Έξω άγριος χειμώνας, μέσα να καίγεσαι από το τσίπουρο και να σε στυλώνει μια συναρπαστική χειμωνιάτικη κουζίνα που βγάζει τη γλώσσα σε πολλές ορεσίβιες κουζίνες του κόσμου. Σε όλες; Στην Πίνδο ο άνθρωπος έστυψε νοστιμιά από το ελάχιστο, και σφυρηλάτησε μια πλουσιοπάροχη φτωχική κουζίνα, μια κουζίνα που βασίζεται στα λίγα που με κόπο έχουν παραχθεί στη λιγοστή ήμερη γη ή συλλεχθεί από την άγρια φύση, μια κουζίνα τοπική και εποχική που αξιοποιεί το παραμικρό, που συντηρεί, και που στις γιορτές βάζει τα καλά της και με όσα λίγα διαθέτει ποιεί μαγικά εδέσματα. Μαγικά, θεϊκά εδέσματα φτιαγμένα με μια πανάρχαια ανθρώπινη σοφία. 12 στάσεις έκαναν στην Πίνδο σε έναν μήνα η Βιβή Κωνσταντινίδου και η Nikoleta Makrionitou που ανέλαβαν τη μεγαλύτερη χριστουγεννιάτικη αποστολή που έχουμε κάνει ποτέ. Διένυσαν κάτι περισσότερο από 5000 χιλιόμετρα, συνάντησαν ντόπιους πολλούς, κατέγραψαν συνταγές, έθιμα και ιστορίες, την αλήθεια του τόπου και τα χειμωνιάτικα παραμύθια του, μαγείρεψαν σε χωριά και φαράγγια, σε αρχοντικά και καταφύγια, σε μικρά μαγεριά και καφενέδες. Από τη Μολυβδοσκέπαστο, το Μπουραζάνι και το καταφύγιο του Σμόλικα μέχρι το Περτούλι και τα Άγραφα. Σκληρές γυναίκες και οι δυο τους, αλύγιστες στις δυσκολίες, μοναδικές ρεπόρτερ, άφθαστες στην αφήγηση. Μαγεία. Και κάτι άλλο, σημαντικό: Μαζί μας, στις αποστολές φέραμε εξαίρετους σεφ και μαγείρους, κάποιους μάλιστα με καταγωγή από αυτά τα μέρη. Μαζί με τους ντόπιους μαγείρεψαν τα παραδοσιακά του τόπου γιορτινά φαγητά και μαζί τους οι ντόπιοι δημιούργησαν νέες συνταγές εμπνευσμένες από τοπικά καλούδια ή παλιές ρετσέτες. Αυτές οι συναντήσεις ήταν το κάτι άλλο. Ανάψαμε σε όλους το φωτάκι μιας παλιάς μαγειρικής που ζητά θέση στο τραπέζι του σήμερα. Πετύχαμε ένα προχώρημα της παράδοσης, και μια προίκα από συνταγές-μικρά διηγήματα, που λέει και η Christina Tzialla, που λένε ιστορίες. Τι θαυμάσια κείμενα οι συνταγές. Στο σώμα τους αποτυπώνεται το νόημα της καθημερινότητας ενός τόπου, η ανάγκη για επιβίωση και για χαρά, για νοστιμιά. Ντοκουμέντα της γαστρονομικής ιστορίας ενός τόπου είναι. Είναι και άλλα, όμως έγραψα πάρα πολλά και σας βασάνισα. Είναι που για αυτό το τεύχος καμαρώνουμε πολύ. Γιατί είναι, χωρίς περιστροφές, το καλύτερο μας χριστουγεννιάτικο. Απ’ άκρη σ’ άκρη φτιαγμένο στα βουνά, με όλα τα φαγητά μαγειρεμένα εκεί και φωτογραφημένα μέσα σε σπίτια ή στη φύση, όχι σε στούντιο.Και με ένα εξώφυλλο αλλούτερο, έξω από τα γνωστά. Με τη ζεστασιά που βγάζουν τα υφαντά του Μετσόβου, με αυτά τα συγκλονιστικά μοτίβα, με τα όμορφα χρώματά τους, με το ραμποτέ ξύλο στον τοίχο, το κορνιζαρισμένο κέντημα. Η Christina Georgiadou, μαστόρισσα της φωτογραφίας, έφερε κόκκινες και μπλε μπάλες ασορτί με τα απλά καθημερινά ταψιά, ένα κηροπήγιο με κόκκινα κεριά, μια πλεξούδα φωτάκια. Και συνέθεσε έτσι, με το βρισκούμενο, με τις γιορτινές πίτες, με ταπεινά υλικά, μια εικόνα ελληνική χριστουγεννιάτικη. Υπάρχει κάτι πιο χριστουγεννιάτικο από αυτήν την εικόνα; Κάπως έτσι δεν μοιάζουν τα ελληνικά Χριστούγεννα; Το βρήκα: μια παμπάλαιη πατρίδα είναι η Πίνδος. Και τα Χριστούγεννα έχουν πατρίδες, δεν έχουν προορισμούς. _____Γαστρονόμος, με την Η Καθημερινή της Κυριακής.

Ευχαριστουμε πολύ!!!!!!!!

Σ.Κ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *